Jump to content

Template:el-decl-adj-ός-ή-ό/documentation

From Wiktionary, the free dictionary
This template must not be used directly
Access it by using the syntax described more fully at the main template: el-decl-adj.
Greek adjective inflection-table templates lists the available patterns of inflection.
Also see Template:el-decl-adj-table and Category:Greek adjective inflection-table templates.
For adjectives with the inflections shown
ID: ός-ή-ό   Category singular plural
eg: καλός   (oxytone) m f n m f n
nominative ός ή ό οί ές ά
genitive ού ής ού ών ών ών
accusative ό ή ό ούς ές ά
vocative έ ή ό οί ές ά
Βικιλεξικό: καλός,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)

References

[edit]
  • DSMG Adjectives:§E1 καλός (kalós)
  • Holton D, Mackridge P & Phiippaki-Warburton I, Greek - A Comprehensive Grammar of the Modern Langage (2004):§3.1 ακριβός (akrivós)
  • Stavropoulos DN, Oxford Greek-English Learner's Dictionary (2008):§25A καλός (kalós)
  • Triandaphyllidis MA, trans. Burke JB, Concise Modern greek Grammar (2004):§458 καλός (kalós)
  • Tsiotsiou-Moore M, A Basic Grammar of Modern Greek (2002):p.44 καλός (kalós)
  • Warburton e-books:[Term?]

Syntax

[edit]

Output for καλός (kalós):

{{el-decl-adj|dec=ός-ή-ό|stem=καλ|compstem=καλύτερ|abstem=άριστ|docnote=There is an alternative, less common absolute form [[κάλλιστος]]}}
Declension of καλός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καλός (kalós) καλή (kalí) καλό (kaló) καλοί (kaloí) καλές (kalés) καλά (kalá)
genitive καλού (kaloú) καλής (kalís) καλού (kaloú) καλών (kalón) καλών (kalón) καλών (kalón)
accusative καλό (kaló) καλή (kalí) καλό (kaló) καλούς (kaloús) καλές (kalés) καλά (kalá)
vocative καλέ (kalé) καλή (kalí) καλό (kaló) καλοί (kaloí) καλές (kalés) καλά (kalá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καλός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καλός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καλύτερος (kalýteros) καλύτερη (kalýteri) καλύτερο (kalýtero) καλύτεροι (kalýteroi) καλύτερες (kalýteres) καλύτερα (kalýtera)
genitive καλύτερου (kalýterou) καλύτερης (kalýteris) καλύτερου (kalýterou) καλύτερων (kalýteron) καλύτερων (kalýteron) καλύτερων (kalýteron)
accusative καλύτερο (kalýtero) καλύτερη (kalýteri) καλύτερο (kalýtero) καλύτερους (kalýterous) καλύτερες (kalýteres) καλύτερα (kalýtera)
vocative καλύτερε (kalýtere) καλύτερη (kalýteri) καλύτερο (kalýtero) καλύτεροι (kalýteroi) καλύτερες (kalýteres) καλύτερα (kalýtera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καλύτερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άριστος (áristos) άριστη (áristi) άριστο (áristo) άριστοι (áristoi) άριστες (áristes) άριστα (árista)
genitive άριστου (áristou) άριστης (áristis) άριστου (áristou) άριστων (áriston) άριστων (áriston) άριστων (áriston)
accusative άριστο (áristo) άριστη (áristi) άριστο (áristo) άριστους (áristous) άριστες (áristes) άριστα (árista)
vocative άριστε (áriste) άριστη (áristi) άριστο (áristo) άριστοι (áristoi) άριστες (áristes) άριστα (árista)

Notes: There is an alternative, less common absolute form κάλλιστος

See also

[edit]
Documentation for Template:el-decl-adj-ός-ή-ό. [edit]
This page contains usage information, categories, interwiki links and other content describing the template.