Jump to content

Template:el-decl-adj-ος-α-ο-2

From Wiktionary, the free dictionary

This template must not be used directly
Access it by using the syntax described more fully at the main template: el-decl-adj.
Greek adjective inflection-table templates lists the available patterns of inflection.
Also see Template:el-decl-adj-table and Category:Greek adjective inflection-table templates.
For adjectives with the inflections shown
ID: ος-α-ο-2 Temp   (3 Cat) singular plural
eg: άγιος   (irregular) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄α / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄ου / ΄-ου ΄ας / ΄-ας ΄ου / ΄-ου

΄ων / ΄-ων ΄ων / ΄-ων ΄ων / ΄-ων

accusative ΄-ο ΄α / ΄-α ΄-ο ΄ους / ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄α / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α

Syntax

[edit]

Output for άγιος (ágios)

{{el-decl-adj|dec=ος-α-ο-2|stem=άγι|stem2=αγί|compstem=αγιότερ|abstem=αγιότατ}}
Declension of άγιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγιος (ágios) άγια (ágia)
αγία (agía)
άγιο (ágio) άγιοι (ágioi) άγιες (ágies) άγια (ágia)
genitive άγιου (ágiou)
αγίου (agíou)
άγιας (ágias)
αγίας (agías)
άγιου (ágiou)
αγίου (agíou)
άγιων (ágion)
αγίων (agíon)
άγιων (ágion)
αγίων (agíon)
άγιων (ágion)
αγίων (agíon)
accusative άγιο (ágio) άγια (ágia)
αγία (agía)
άγιο (ágio) άγιους (ágious)
αγίους (agíous)
άγιες (ágies) άγια (ágia)
vocative άγιε (ágie) άγια (ágia)
αγία (agía)
άγιο (ágio) άγιοι (ágioi) άγιες (ágies) άγια (ágia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άγιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άγιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγιότερος (agióteros) αγιότερη (agióteri) αγιότερο (agiótero) αγιότεροι (agióteroi) αγιότερες (agióteres) αγιότερα (agiótera)
genitive αγιότερου (agióterou) αγιότερης (agióteris) αγιότερου (agióterou) αγιότερων (agióteron) αγιότερων (agióteron) αγιότερων (agióteron)
accusative αγιότερο (agiótero) αγιότερη (agióteri) αγιότερο (agiótero) αγιότερους (agióterous) αγιότερες (agióteres) αγιότερα (agiótera)
vocative αγιότερε (agiótere) αγιότερη (agióteri) αγιότερο (agiótero) αγιότεροι (agióteroi) αγιότερες (agióteres) αγιότερα (agiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγιότατος (agiótatos) αγιότατη (agiótati) αγιότατο (agiótato) αγιότατοι (agiótatoi) αγιότατες (agiótates) αγιότατα (agiótata)
genitive αγιότατου (agiótatou) αγιότατης (agiótatis) αγιότατου (agiótatou) αγιότατων (agiótaton) αγιότατων (agiótaton) αγιότατων (agiótaton)
accusative αγιότατο (agiótato) αγιότατη (agiótati) αγιότατο (agiótato) αγιότατους (agiótatous) αγιότατες (agiótates) αγιότατα (agiótata)
vocative αγιότατε (agiótate) αγιότατη (agiótati) αγιότατο (agiótato) αγιότατοι (agiótatoi) αγιότατες (agiótates) αγιότατα (agiótata)

See also

[edit]