Jump to content

Template:el-decl-adj-ης-α-ικο-2

From Wiktionary, the free dictionary

This template must not be used directly
Access it by using the syntax described more fully at the main template: el-decl-adj.
Greek adjective inflection-table templates lists the available patterns of inflection.
Also see Template:el-decl-adj-table and Category:Greek adjective inflection-table templates.
For adjectives with the inflections produced by {{el-decl-adj-ης-α-ικο-2}}
ID: ης-α-ικο-2   Category singular plural
eg: ξανθομάλλης   (imparisyllabic) m f n m f n
nominative ΄ης ΄α / ού / ούσα ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούδες / ούσες ΄ικα
genitive ΄η ΄ας / ούς / ούσας ΄ικου ΄ηδων ούδων ΄ικων
accusative ΄η ΄α / ού / ούσα ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούδες / ούσες ΄ικα
vocative ΄η ΄α / ού / ούσα ΄ικο ΄ηδες ΄ες / ούδες / ούσες ΄ικα
Βικιλεξικό: ξανθομάλλης,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξανθομάλλης' (νέα ελληνικά)
Syntax and output for ξανθομάλλης (xanthomállis)
{{el-decl-adj|dec=ης-α-ικο-2|stem=ξανθομάλλ|stem2=ξανθομαλλ|nopio=1}}
Declension of el-decl-adj-ης-α-ικο-2
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξανθομάλλης (xanthomállis) ξανθομάλλα (xanthomálla)
ξανθομαλλού (xanthomalloú)
ξανθομαλλούσα (xanthomalloúsa)
ξανθομάλλικο (xanthomálliko) ξανθομάλληδες (xanthomállides) ξανθομάλλες (xanthomálles)
ξανθομαλλούδες (xanthomalloúdes)
ξανθομαλλούσες (xanthomalloúses)
ξανθομάλλικα (xanthomállika)
genitive ξανθομάλλη (xanthomálli) ξανθομάλλας (xanthomállas)
ξανθομαλλούς (xanthomalloús)
ξανθομαλλούσας (xanthomalloúsas)
ξανθομάλλικου (xanthomállikou) ξανθομάλληδων (xanthomállidon) ξανθομαλλούδων (xanthomalloúdon) ξανθομάλλικων (xanthomállikon)
accusative ξανθομάλλη (xanthomálli) ξανθομάλλα (xanthomálla)
ξανθομαλλού (xanthomalloú)
ξανθομαλλούσα (xanthomalloúsa)
ξανθομάλλικο (xanthomálliko) ξανθομάλληδες (xanthomállides) ξανθομάλλες (xanthomálles)
ξανθομαλλούδες (xanthomalloúdes)
ξανθομαλλούσες (xanthomalloúses)
ξανθομάλλικα (xanthomállika)
vocative ξανθομάλλη (xanthomálli) ξανθομάλλα (xanthomálla)
ξανθομαλλού (xanthomalloú)
ξανθομαλλούσα (xanthomalloúsa)
ξανθομάλλικο (xanthomálliko) ξανθομάλληδες (xanthomállides) ξανθομάλλες (xanthomálles)
ξανθομαλλούδες (xanthomalloúdes)
ξανθομαλλούσες (xanthomalloúses)
ξανθομάλλικα (xanthomállika)

References

[edit]
  • Holton D, Mackridge P & Phiippaki-Warburton I, Greek - A Comprehensive Grammar of the Modern Langage (2004):§3.9 ξανθομάλλης (xanthomállis)
  • Triandaphyllidis MA, trans. Burke JB, Concise Modern greek Grammar (2004):§473 ξανθομάλλης (xanthomállis)

See also

[edit]