ψευδότιτλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]ψευδό- (psevdó-, “pseudo-”) + τίτλος (títlos, “title”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ψευδότιτλος • (psevdótitlos) m (plural ψευδότιτλοι)
Declension
[edit]Declension of ψευδότιτλος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ψευδότιτλος • | ψευδότιτλοι • | |
genitive | ψευδότιτλου •, ψευδοτίτλου • | ψευδότιτλων •, ψευδοτίτλων • | |
accusative | ψευδότιτλο • | ψευδότιτλους •, ψευδοτίτλους • | |
vocative | ψευδότιτλε • | ψευδότιτλοι • | |
Second forms are formal. |
Further reading
[edit]- ψευδότιτλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language