χριστιανισμός
Jump to navigation
Jump to search
See also: Χριστιανισμός
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- Χριστιανισμός m (Christianismós)
Noun
[edit]χριστιανισμός • (christianismós) m (uncountable)
Declension
[edit] χριστιανισμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | χριστιανισμός • |
genitive | χριστιανισμού • |
accusative | χριστιανισμό • |
vocative | χριστιανισμέ • |
Related terms
[edit]- see: Χριστός m (Christós, “Christ”)
Further reading
[edit]- χριστιανισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el