From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Byzantine Greek χρηματοδοτώ ( khrēmatodotṓ ) . By surface analysis , χρηματο- ( chrimato- ) + -δοτώ ( -dotó ) .[ 1]
IPA (key ) : /xɾi.ma.to.ðoˈto/
Hyphenation: χρη‧μα‧το‧δο‧τώ
χρηματοδοτώ • (chrimatodotó ) (past χρηματοδότησα , passive χρηματοδοτούμαι , p‑past χρηματοδοτήθηκα , ppp χρηματοδοτημένος )
( transitive ) to fund , to finance ( provide money for )
χρηματοδοτώ , χρηματοδοτούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
χρηματοδοτώ
χρηματοδοτήσω
χρηματοδοτούμαι
χρηματοδοτηθώ
2 sg
χρηματοδοτείς
χρηματοδοτήσεις
χρηματοδοτείσαι
χρηματοδοτηθείς
3 sg
χρηματοδοτεί
χρηματοδοτήσει
χρηματοδοτείται
χρηματοδοτηθεί
1 pl
χρηματοδοτούμε
χρηματοδοτήσουμε , [-ομε ]
χρηματοδοτούμαστε
χρηματοδοτηθούμε
2 pl
χρηματοδοτείτε
χρηματοδοτήσετε
χρηματοδοτείστε
χρηματοδοτηθείτε
3 pl
χρηματοδοτούν (ε )
χρηματοδοτήσουν (ε )
χρηματοδοτούνται
χρηματοδοτηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
χρηματοδοτούσα
χρηματοδότησα
[χρηματοδοτούμουν (α )]
χρηματοδοτήθηκα
2 sg
χρηματοδοτούσες
χρηματοδότησες
[χρηματοδοτούσουν (α )]
χρηματοδοτήθηκες
3 sg
χρηματοδοτούσε
χρηματοδότησε
χρηματοδοτούνταν , {χρηματοδοτείτο }
χρηματοδοτήθηκε
1 pl
χρηματοδοτούσαμε
χρηματοδοτήσαμε
χρηματοδοτούμασταν , (‑ούμαστε )
χρηματοδοτηθήκαμε
2 pl
χρηματοδοτούσατε
χρηματοδοτήσατε
[χρηματοδοτούσασταν , (‑ούσαστε )]
χρηματοδοτηθήκατε
3 pl
χρηματοδοτούσαν (ε )
χρηματοδότησαν , χρηματοδοτήσαν (ε )
χρηματοδοτούνταν , {χρηματοδοτούντο }
χρηματοδοτήθηκαν , χρηματοδοτηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα χρηματοδοτώ ➤
θα χρηματοδοτήσω ➤
θα χρηματοδοτούμαι ➤
θα χρηματοδοτηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα χρηματοδοτείς , …
θα χρηματοδοτήσεις , …
θα χρηματοδοτείσαι , …
θα χρηματοδοτηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … χρηματοδοτήσει έχω, έχεις, … χρηματοδοτημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … χρηματοδοτηθεί είμαι , είσαι , … χρηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … χρηματοδοτήσει είχα, είχες, … χρηματοδοτημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … χρηματοδοτηθεί ήμουν , ήσουν , … χρηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … χρηματοδοτήσει θα έχω, θα έχεις, … χρηματοδοτημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … χρηματοδοτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … χρηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
χρηματοδότησε
—
χρηματοδοτήσου
2 pl
χρηματοδοτείτε
χρηματοδοτήστε
χρηματοδοτείστε
χρηματοδοτηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
χρηματοδοτώντας ➤
χρηματοδοτούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας χρηματοδοτήσει ➤
χρηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
χρηματοδοτήσει
χρηματοδοτηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: χρήμα n ( chríma )