From Wiktionary, the free dictionary
χρηματίζω • (chrimatízo ) (past χρημάτισα , passive χρηματίζομαι )
( intransitive ) to be , occupy a place as public official ( usually not used in present tense )
( transitive ) to bribe
χρηματίζω χρηματίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
χρηματίζω
χρηματίσω
χρηματίζομαι
χρηματιστώ
2 sg
χρηματίζεις
χρηματίσεις
χρηματίζεσαι
χρηματιστείς
3 sg
χρηματίζει
χρηματίσει
χρηματίζεται
χρηματιστεί
1 pl
χρηματίζουμε , [‑ομε ]
χρηματίσουμε , [‑ομε ]
χρηματιζόμαστε
χρηματιστούμε
2 pl
χρηματίζετε
χρηματίσετε
χρηματίζεστε , χρηματιζόσαστε
χρηματιστείτε
3 pl
χρηματίζουν (ε )
χρηματίσουν (ε )
χρηματίζονται
χρηματιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
χρημάτιζα
χρημάτισα
χρηματιζόμουν (α )
χρηματίστηκα
2 sg
χρημάτιζες
χρημάτισες
χρηματιζόσουν (α )
χρηματίστηκες
3 sg
χρημάτιζε
χρημάτισε
χρηματιζόταν (ε )
χρηματίστηκε
1 pl
χρηματίζαμε
χρηματίσαμε
χρηματιζόμασταν , (‑όμαστε )
χρηματιστήκαμε
2 pl
χρηματίζατε
χρηματίσατε
χρηματιζόσασταν , (‑όσαστε )
χρηματιστήκατε
3 pl
χρημάτιζαν , χρηματίζαν (ε )
χρημάτισαν , χρηματίσαν (ε )
χρηματίζονταν , (χρηματιζόντουσαν )
χρηματίστηκαν , χρηματιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα χρηματίζω ➤
θα χρηματίσω ➤
θα χρηματίζομαι ➤
θα χρηματιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα χρηματίζεις , …
θα χρηματίσεις , …
θα χρηματίζεσαι , …
θα χρηματιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … χρηματίσει
έχω, έχεις, … χρηματιστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … χρηματίσει
είχα, είχες, … χρηματιστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … χρηματίσει
θα έχω, θα έχεις, … χρηματιστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
χρημάτιζε
χρημάτισε
—
χρηματίσου
2 pl
χρηματίζετε
χρηματίστε
χρηματίζεστε
χρηματιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
χρηματίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας χρηματίσει ➤
—
Nonfinite form➤
χρηματίσει
χρηματιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.