χρειάζομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek χρειάζομαι (khreiázomai) from the noun χρεί(α) (chreí(a)) + -άζομαι (-ázomai, ending of passive verbs).[1][2]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]χρειάζομαι • (chreiázomai) deponent (past χρειάστηκα)
- I need, I require
- (impersonal 3rd persons) χρειάζεται (chreiázetai) it is needed
Conjugation
[edit]χρειάζομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | χρειάζομαι | χρειαστώ, χρειασθώ |
2 sg | χρειάζεσαι | χρειαστείς, χρειασθείς |
3 sg | χρειάζεται1 | χρειαστεί, χρειασθεί |
1 pl | χρειαζόμαστε | χρειαστούμε, χρειασθούμε |
2 pl | χρειάζεστε, χρειαζόσαστε | χρειαστείτε, χρειασθείτε |
3 pl | χρειάζονται | χρειαστούν(ε), χρειασθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | χρειαζόμουν(α) | χρειάστηκα, χρειάσθηκα |
2 sg | χρειαζόσουν(α) | χρειάστηκες, χρειάσθηκες |
3 sg | χρειαζόταν(ε)1 | χρειάστηκε1 |
1 pl | χρειαζόμασταν, (‑όμαστε) | χρειαστήκαμε, χρειασθήκαμε |
2 pl | χρειαζόσασταν, (‑όσαστε) | χρειαστήκατε, χρειασθήκατε |
3 pl | χρειάζονταν, (χρειαζόντουσαν) | χρειάστηκαν, χρειαστήκαν(ε), χρειάσθηκαν, χρειασθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα χρειάζομαι ➤ | θα χρειαστώ / χρειασθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα χρειάζεσαι, … | θα χρειαστείς / χρειασθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … χρειαστεί / χρειασθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … χρειαστεί / χρειασθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … χρειαστεί / χρειασθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | χρειάσου |
2 pl | χρειάζεστε | χρειαστείτε, χρειασθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | χρειαστεί, χρειασθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
2. 3rd persons singular are also impersonal: is, was, will be, ... “needed” • Forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
[edit]- αχρείαστος (achreíastos)
- χρειαζούμενος (chreiazoúmenos, “needed, necessary”)
- and see: χρεία f (chreía, “necessity, need”)
References
[edit]- ^ χρειάζομαι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ χρειάζομαι - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas (in Greek), Athens: Lexicology Centre