χλαμυδόγαλος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]χλαμυδόγαλος • (chlamydógalos) m (plural χλαμυδόγαλοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χλαμυδόγαλος (chlamydógalos) | χλαμυδόγαλοι (chlamydógaloi) |
genitive | χλαμυδόγαλου (chlamydógalou) | χλαμυδόγαλων (chlamydógalon) |
accusative | χλαμυδόγαλο (chlamydógalo) | χλαμυδόγαλους (chlamydógalous) |
vocative | χλαμυδόγαλε (chlamydógale) | χλαμυδόγαλοι (chlamydógaloi) |
Synonyms
[edit]- χλαμυδωτίδα της Σαχάρας f (chlamydotída tis Sacháras) [2]