Jump to content

χειρομάντης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

χειρομάντης (cheiromántism (plural χειρομάντες, feminine χειρομάντισσα)

  1. palmist, chiromancer

Declension

[edit]
Declension of χειρομάντης
singular plural
nominative χειρομάντης (cheiromántis) χειρομάντες (cheiromántes)
genitive χειρομάντη (cheirománti) χειρομαντών (cheiromantón)
accusative χειρομάντη (cheirománti) χειρομάντες (cheiromántes)
vocative χειρομάντη (cheirománti) χειρομάντες (cheiromántes)
[edit]

Further reading

[edit]