From Wiktionary, the free dictionary
- IPA(key): /çe.ɾeˈtçe.me/
- Hyphenation: χαι‧ρε‧τιέ‧μαι
χαιρετιέμαι • (chairetiémai) passive (past χαιρετήθηκα, active χαιρετάω/χαιρετώ)
- passive of χαιρετώ (chairetó)
- see this verb's full conjugation at: χαιρετάω (chairetáo)