From Wiktionary, the free dictionary
- IPA(key): /fiˈsçe.me/
- Hyphenation: φυ‧σιέ‧μαι
φυσιέμαι • (fysiémai) passive (past φυσήχτηκα/φυσήθηκα, ppp φυσηγμένος / φυσημένος, active φυσάω/φυσώ)
- passive of φυσώ (fysó)
- see this verb's full conjugation at: φυσάω (fysáo)