φτωχοί
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]φτωχοί • (ftochoí)
- nominative/vocative masculine plural of φτωχός (ftochós)
Noun
[edit]φτωχοί • (ftochoí) m pl
- the poor
- Υπάρχει την μεγάλη διαφορά του προσδόκιμου ζωής μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών.
- Ypárchei tin megáli diaforá tou prosdókimou zoḯs metaxý ton ploúsion kai ton ftochón.
- There is a large difference in life expectancy between the rich and poor.