From Wiktionary, the free dictionary
φρεσκάρω • (freskáro ) active (past φρέσκαρα /φρεσκάρισα , passive φρεσκάρομαι )
to refresh , freshen up
to do up , renovate
to brush up , do up
φρεσκάρω φρεσκάρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
φρεσκάρω
φρεσκάρω
φρεσκάρομαι
φρεσκαριστώ
2 sg
φρεσκάρεις
φρεσκάρεις
φρεσκάρεσαι
φρεσκαριστείς
3 sg
φρεσκάρει
φρεσκάρει
φρεσκάρεται
φρεσκαριστεί
1 pl
φρεσκάρουμε , [‑ομε ]
φρεσκάρουμε , [‑ομε ]
φρεσκαριζόμαστε
φρεσκαριστούμε
2 pl
φρεσκάρετε
φρεσκάρετε
φρεσκάρεστε , φρεσκαριζόσαστε
φρεσκαριστείτε
3 pl
φρεσκάρουν (ε )
φρεσκάρουν (ε )
φρεσκάρονται
φρεσκαριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
φρέσκαρα , φρεσκάριζα
φρέσκαρα , φρεσκάρισα
φρεσκαριζόμουν (α )
φρεσκαρίστηκα
2 sg
φρέσκαρες , φρεσκάριζες
φρέσκαρες , φρεσκάρισες
φρεσκαριζόσουν (α )
φρεσκαρίστηκες
3 sg
φρέσκαρε , φρεσκάριζε
φρέσκαρε , φρεσκάρισε
φρεσκαριζόταν (ε )
φρεσκαρίστηκε
1 pl
φρεσκάραμε
φρεσκάραμε
φρεσκαριζόμασταν , (‑όμαστε )
φρεσκαριστήκαμε
2 pl
φρεσκάρατε
φρεσκάρατε
φρεσκαριζόσασταν , (‑όσαστε )
φρεσκαριστήκατε
3 pl
φρέσκαραν , φρεσκάραν (ε ), φρεσκάριζαν
φρέσκαραν , φρεσκάραν (ε ), φρεσκάρισαν
φρεσκάρονταν , (φρεσκαριζόντουσαν )
φρεσκαρίστηκαν , φρεσκαριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα φρεσκάρω ➤
θα φρεσκάρω ➤
θα φρεσκάρομαι ➤
θα φρεσκαριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα φρεσκάρεις , …
θα φρεσκάρεις , …
θα φρεσκάρεσαι , …
θα φρεσκαριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … φρεσκάρει έχω, έχεις, … φρεσκαρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … φρεσκαριστεί είμαι , είσαι , … φρεσκαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … φρεσκάρει είχα, είχες, … φρεσκαρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … φρεσκαριστεί ήμουν , ήσουν , … φρεσκαρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … φρεσκάρει θα έχω, θα έχεις, … φρεσκαρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … φρεσκαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … φρεσκαρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
φρέσκαρε , φρεσκάριζε
φρέσκαρε , φρεσκάρισε
—
φρεσκαρίσου
2 pl
φρεσκάρετε
φρεσκάρετε
φρεσκάρεστε
φρεσκαριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
φρεσκάροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας φρεσκάρει ➤
φρεσκαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
φρεσκάρει
φρεσκαριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.