υπό κατάληψη
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Phrase
[edit]υπό κατάληψη • (ypó katálipsi)
- (formal) under occupation
- Πολλά σχολεία τελούσαν υπό κατάληψη με αίτημα να μειωθεί ο αριθμός μαθητών μέσα στις τάξεις.
- Pollá scholeía teloúsan ypó katálipsi me aítima na meiotheí o arithmós mathitón mésa stis táxeis.
- (please add an English translation of this usage example)