Jump to content

υποσιτισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υποσιτισμός (ypositismósm (usually uncountable, plural υποσιτισμοί)

  1. malnutrition, undernourishment
    Antonym: υπερσιτισμός (ypersitismós)

Declension

[edit]
Declension of υπερσιτισμός
singular plural
nominative υπερσιτισμός (ypersitismós) υπερσιτισμοί (ypersitismoí)
genitive υπερσιτισμού (ypersitismoú) υπερσιτισμών (ypersitismón)
accusative υπερσιτισμό (ypersitismó) υπερσιτισμούς (ypersitismoús)
vocative υπερσιτισμέ (ypersitismé) υπερσιτισμοί (ypersitismoí)

Further reading

[edit]