Jump to content

υπναράς

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υπναράς (ypnarásm (plural υπναράδες, feminine υπναρού)

  1. sleepyhead (someone who sleeps a lot)

Declension

[edit]
singular plural
nominative υπναράς (ypnarás) υπναράδες (ypnarádes)
genitive υπναρά (ypnará) υπναράδων (ypnarádon)
accusative υπναρά (ypnará) υπναράδες (ypnarádes)
vocative υπναρά (ypnará) υπναράδες (ypnarádes)