υπερτουρισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]υπερτουρισμός • (ypertourismós) m (plural υπερτουρισμοί)
Declension
[edit]Declension of υπερτουρισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερτουρισμός • | υπερτουρισμοί • |
genitive | υπερτουρισμού • | υπερτουρισμών • |
accusative | υπερτουρισμό • | υπερτουρισμούς • |
vocative | υπερτουρισμέ • | υπερτουρισμοί • |