Jump to content

υπερτουρισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υπερτουρισμός (ypertourismósm (plural υπερτουρισμοί)

  1. (neologism) overtourism

Declension

[edit]
Declension of υπερτουρισμός
singular plural
nominative υπερτουρισμός (ypertourismós) υπερτουρισμοί (ypertourismoí)
genitive υπερτουρισμού (ypertourismoú) υπερτουρισμών (ypertourismón)
accusative υπερτουρισμό (ypertourismó) υπερτουρισμούς (ypertourismoús)
vocative υπερτουρισμέ (ypertourismé) υπερτουρισμοί (ypertourismoí)