υπερτουρισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]υπερτουρισμός • (ypertourismós) m (plural υπερτουρισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερτουρισμός (ypertourismós) | υπερτουρισμοί (ypertourismoí) |
genitive | υπερτουρισμού (ypertourismoú) | υπερτουρισμών (ypertourismón) |
accusative | υπερτουρισμό (ypertourismó) | υπερτουρισμούς (ypertourismoús) |
vocative | υπερτουρισμέ (ypertourismé) | υπερτουρισμοί (ypertourismoí) |