υδροναύτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]υδρο- (ydro-, “water”) + ναύτης (náftis, “sailor”)
Noun
[edit]υδροναύτης • (ydronáftis) m (plural υδροναύτες)
Declension
[edit]Declension of υδροναύτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υδροναύτης • | υδροναύτες • |
genitive | υδροναύτη • | υδροναυτών • |
accusative | υδροναύτη • | υδροναύτες • |
vocative | υδροναύτη • | υδροναύτες • |