Jump to content

υδροναύτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

υδρο- (ydro-, water) +‎ ναύτης (náftis, sailor)

Noun

[edit]

υδροναύτης (ydronáftism (plural υδροναύτες)

  1. aquanaut

Declension

[edit]
singular plural
nominative υδροναύτης (ydronáftis) υδροναύτες (ydronáftes)
genitive υδροναύτη (ydronáfti) υδροναυτών (ydronaftón)
accusative υδροναύτη (ydronáfti) υδροναύτες (ydronáftes)
vocative υδροναύτη (ydronáfti) υδροναύτες (ydronáftes)