Jump to content

υδατοφράχτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υδατοφράχτης (ydatofráchtism (plural υδατοφράχτες)

  1. Alternative form of υδατοφράκτης (ydatofráktis)

Declension

[edit]
singular plural
nominative υδατοφράχτης (ydatofráchtis) υδατοφράχτες (ydatofráchtes)
genitive υδατοφράχτη (ydatofráchti) υδατοφρχτών (ydatofrchtón)
accusative υδατοφράχτη (ydatofráchti) υδατοφράχτες (ydatofráchtes)
vocative υδατοφράχτη (ydatofráchti) υδατοφράχτες (ydatofráchtes)