τσιμπούκι ( tsimpoúki , “ pipe, blowjob ” ) + -ώνω ( -óno ) .
IPA (key ) : /t͡si(m)buˈkono/
Hyphenation: τσι‧μπου‧κώ‧νω
τσιμπουκώνω • (tsimpoukóno ) (past τσιμπούκωσα , passive τσιμπουκώνομαι )
( colloquial , vulgar ) to blow , go down on , give head , suck off [ 1] ( to fellate the penis )
Η πουτάνα τσιμπουκώνει πολλούς άνδρες κάθε νύχτα. I poutána tsimpoukónei polloús ándres káthe nýchta. The whore sucks off a lot of men every night.
Είναι πούστης. Του αρέσει να τσιμπουκώνει . Eínai poústis. Tou arései na tsimpoukónei . He's a fag. He likes sucking cock .
τσιμπουκώνω τσιμπουκώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
τσιμπουκώνω
τσιμπουκώσω
τσιμπουκώνομαι
τσιμπουκωθώ
2 sg
τσιμπουκώνεις
τσιμπουκώσεις
τσιμπουκώνεσαι
τσιμπουκωθείς
3 sg
τσιμπουκώνει
τσιμπουκώσει
τσιμπουκώνεται
τσιμπουκωθεί
1 pl
τσιμπουκώνουμε , [‑ομε ]
τσιμπουκώσουμε , [‑ομε ]
τσιμπουκωνόμαστε
τσιμπουκωθούμε
2 pl
τσιμπουκώνετε
τσιμπουκώσετε
τσιμπουκώνεστε , τσιμπουκωνόσαστε
τσιμπουκωθείτε
3 pl
τσιμπουκώνουν (ε )
τσιμπουκώσουν (ε )
τσιμπουκώνονται
τσιμπουκωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
τσιμπούκωνα
τσιμπούκωσα
τσιμπουκωνόμουν (α )
τσιμπουκώθηκα
2 sg
τσιμπούκωνες
τσιμπούκωσες
τσιμπουκωνόσουν (α )
τσιμπουκώθηκες
3 sg
τσιμπούκωνε
τσιμπούκωσε
τσιμπουκωνόταν (ε )
τσιμπουκώθηκε
1 pl
τσιμπουκώναμε
τσιμπουκώσαμε
τσιμπουκωνόμασταν , (‑όμαστε )
τσιμπουκωθήκαμε
2 pl
τσιμπουκώνατε
τσιμπουκώσατε
τσιμπουκωνόσασταν , (‑όσαστε )
τσιμπουκωθήκατε
3 pl
τσιμπούκωναν , τσιμπουκώναν (ε )
τσιμπούκωσαν , τσιμπουκώσαν (ε )
τσιμπουκώνονταν , (τσιμπουκωνόντουσαν )
τσιμπουκώθηκαν , τσιμπουκωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα τσιμπουκώνω ➤
θα τσιμπουκώσω ➤
θα τσιμπουκώνομαι ➤
θα τσιμπουκωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα τσιμπουκώνεις , …
θα τσιμπουκώσεις , …
θα τσιμπουκώνεσαι , …
θα τσιμπουκωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … τσιμπουκώσει έχω, έχεις, … τσιμπουκωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … τσιμπουκωθεί είμαι , είσαι , … τσιμπουκωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … τσιμπουκώσει είχα, είχες, … τσιμπουκωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … τσιμπουκωθεί ήμουν , ήσουν , … τσιμπουκωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … τσιμπουκώσει θα έχω, θα έχεις, … τσιμπουκωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … τσιμπουκωθεί θα είμαι, θα είσαι, … τσιμπουκωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
τσιμπούκωνε
τσιμπούκωσε
—
τσιμπουκώσου
2 pl
τσιμπουκώνετε
τσιμπουκώστε
τσιμπουκώνεστε
τσιμπουκωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
τσιμπουκώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας τσιμπουκώσει ➤
τσιμπουκωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
τσιμπουκώσει
τσιμπουκωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.