τρελοκομεία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]τρελοκομεία • (trelokomeía) n
- nominative plural of τρελοκομείο (trelokomeío)
- accusative plural of τρελοκομείο (trelokomeío)
- vocative plural of τρελοκομείο (trelokomeío)
τρελοκομεία • (trelokomeía) n