- IPA(key): /ˈtri.vo.me/
- Hyphenation: τρί‧βο‧μαι
τρίβομαι • (trívomai) passive (past τρίφτηκα, active τρίβω)
- to be grated
Το τυρί τρίβεται με τον τρίφτη.- To tyrí trívetai me ton trífti.
- The cheese is grated with a grater.
- see this verb's full conjugation at: τρίβω (trívo)