τηλέγραφος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]τηλέγραφος • (tilégrafos) m (plural τηλέγραφοι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλέγραφος (tilégrafos) | τηλέγραφοι (tilégrafoi) |
genitive | τηλέγραφου (tilégrafou) τηλεγράφου (tilegráfou) |
τηλέγραφων (tilégrafon) τηλεγράφων (tilegráfon) |
accusative | τηλέγραφο (tilégrafo) | τηλέγραφους (tilégrafous) τηλεγράφους (tilegráfous) |
vocative | τηλέγραφε (tilégrafe) | τηλέγραφοι (tilégrafoi) |
Second forms are formal.
Further reading
[edit]- τηλέγραφος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- τηλέγραφος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el