τεχνητοί χλοοτάπητες
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]τεχνητοί χλοοτάπητες • (technitoí chlootápites) m
- Plural form of τεχνητός χλοοτάπητας (technitós chlootápitas).
τεχνητοί χλοοτάπητες • (technitoí chlootápites) m