ταχυδακτυλουργοί
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ταχυδακτυλουργοί • (tachydaktylourgoí) m or f
- nominative plural of ταχυδακτυλουργός (tachydaktylourgós)
- vocative plural of ταχυδακτυλουργός (tachydaktylourgós)
ταχυδακτυλουργοί • (tachydaktylourgoí) m or f