Jump to content

ταπητουργείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ταπητουργείο (tapitourgeíom (plural ταπητουργεία)

  1. carpet workshop or factory

Declension

[edit]
Declension of ταπητουργείο
singular plural
nominative ταπητουργείο (tapitourgeío) ταπητουργεία (tapitourgeía)
genitive ταπητουργείου (tapitourgeíou) ταπητουργείων (tapitourgeíon)
accusative ταπητουργείο (tapitourgeío) ταπητουργεία (tapitourgeía)
vocative ταπητουργείο (tapitourgeío) ταπητουργεία (tapitourgeía)
[edit]