σόλτ'
Appearance
Pontic Greek
[edit]Etymology
[edit]Ultimately from Georgian შოლტი (šolṭi).
Noun
[edit]σόλτ' (sólt') n (Santa)
Derived terms
[edit]- σολτοκόφτω (soltokófto)
References
[edit]- Καραποτόσογλου, Κώστας (1990–1991) “Ετυμολογικά σε ποντιακές λέξεις”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 43, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, § 130, page 313 of 256–335, derives from Turkish şoldu
- Papadópoulos, Ánthimos (1961) “σόλτιν”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis, marks as a foreign word but is unaware of the origin
- Tompaḯdis, D. E., Symeonídis, Ch. P. (2002) “σόλτιν”, in Συμπλήρωμα στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 23) (in Greek), Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 188b, derives from Turkish şoldu
- Χατζόπουλος, Γ. Κ., Ιωακειμίδου, Παναγιώτα Ζ. (2022) “σόλτ'”, in Χρηστικό λεξικό – Δάνειες λέξεις στην ποντιακή διάλεκτο [Useful dictionary – Loanwords in the Pontic dialect] (in Greek), Athens: Malliaris Paideia, page 172b, derives from Turkish şoldu