From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /si.soˈɾe.vo/
Hyphenation: συσ‧σω‧ρεύ‧ω
συσσωρεύω • (syssorévo ) (past συσσώρευσα , passive συσσωρεύομαι , p‑past συσσωρεύτηκα /συσσωρεύθηκα , ppp συσσωρευμένος )
to accumulate
συσσωρεύω συσσωρεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
συσσωρεύω
συσσωρεύσω
συσσωρεύομαι
συσσωρευτώ , συσσωρευθώ
2 sg
συσσωρεύεις
συσσωρεύσεις
συσσωρεύεσαι
συσσωρευτείς , συσσωρευθείς
3 sg
συσσωρεύει
συσσωρεύσει
συσσωρεύεται
συσσωρευτεί , συσσωρευθεί
1 pl
συσσωρεύουμε , [‑ομε ]
συσσωρεύσουμε , [‑ομε ]
συσσωρευόμαστε
συσσωρευτούμε , συσσωρευθούμε
2 pl
συσσωρεύετε
συσσωρεύσετε
συσσωρεύεστε , συσσωρευόσαστε
συσσωρευτείτε , συσσωρευθείτε
3 pl
συσσωρεύουν (ε )
συσσωρεύσουν (ε )
συσσωρεύονται
συσσωρευτούν (ε ), συσσωρευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
συσσώρευα
συσσώρευσα
συσσωρευόμουν (α )
συσσωρεύτηκα , συσσωρεύθηκα
2 sg
συσσώρευες
συσσώρευσες
συσσωρευόσουν (α )
συσσωρεύτηκες , συσσωρεύθηκες
3 sg
συσσώρευε
συσσώρευσε
συσσωρευόταν (ε )
συσσωρεύτηκε , συσσωρεύθηκε
1 pl
συσσωρεύαμε
συσσωρεύσαμε
συσσωρευόμασταν , (‑όμαστε )
συσσωρευτήκαμε , συσσωρευθήκαμε
2 pl
συσσωρεύατε
συσσωρεύσατε
συσσωρευόσασταν , (‑όσαστε )
συσσωρευτήκατε , συσσωρευθήκατε
3 pl
συσσώρευαν , συσσωρεύαν (ε )
συσσώρευσαν , συσσωρεύσαν (ε )
συσσωρεύονταν , (συσσωρευόντουσαν )
συσσωρεύτηκαν , συσσωρευτήκαν (ε ), συσσωρεύθηκαν , συσσωρευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα συσσωρεύω ➤
θα συσσωρεύσω ➤
θα συσσωρεύομαι ➤
θα συσσωρευτώ / συσσωρευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα συσσωρεύεις , …
θα συσσωρεύσεις , …
θα συσσωρεύεσαι , …
θα συσσωρευτείς / συσσωρευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … συσσωρεύσει έχω, έχεις, … συσσωρευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … συσσωρευτεί / συσσωρευθεί είμαι , είσαι , … συσσωρευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … συσσωρεύσει είχα, είχες, … συσσωρευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … συσσωρευτεί / συσσωρευθεί ήμουν , ήσουν , … συσσωρευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … συσσωρεύσει θα έχω, θα έχεις, … συσσωρευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … συσσωρευτεί / συσσωρευθεί θα είμαι, θα είσαι, … συσσωρευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
συσσώρευε
συσσώρευσε
—
συσσωρεύσου
2 pl
συσσωρεύετε
συσσωρεύστε
συσσωρεύεστε
συσσωρευτείτε , συσσωρευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
συσσωρεύοντας ➤
συσσωρευόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας συσσωρεύσει ➤
συσσωρευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
συσσωρεύσει
συσσωρευτεί , συσσωρευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.