Jump to content

συντεχνίτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συντεχνίτης (syntechnítism (plural συντεχνίτες)

  1. Alternative form of σύντεχνος (sýntechnos)

Declension

[edit]
singular plural
nominative συντεχνίτης (syntechnítis) συντεχνίτες (syntechnítes)
genitive συντεχνίτη (syntechníti) συντεχνιτών (syntechnitón)
accusative συντεχνίτη (syntechníti) συντεχνίτες (syntechnítes)
vocative συντεχνίτη (syntechníti) συντεχνίτες (syntechnítes)