συντεταγμένες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συντεταγμένες • (syntetagménes) f
- nominative plural of συντεταγμένη (syntetagméni)
- accusative plural of συντεταγμένη (syntetagméni)
- vocative plural of συντεταγμένη (syntetagméni)
συντεταγμένες • (syntetagménes) f