συνταξιδιώτης
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From συν- (syn-) + ταξιδιώτης (taxidiótis).
Noun
[edit]συνταξιδιώτης • (syntaxidiótis) m (plural συνταξιδιώτες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνταξιδιώτης (syntaxidiótis) | συνταξιδιώτες (syntaxidiótes) |
genitive | συνταξιδιώτη (syntaxidióti) | συνταξιδιωτών (syntaxidiotón) |
accusative | συνταξιδιώτη (syntaxidióti) | συνταξιδιώτες (syntaxidiótes) |
vocative | συνταξιδιώτη (syntaxidióti) | συνταξιδιώτες (syntaxidiótes) |
Further reading
[edit]- συνταξιδιώτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language