συνειδητοποιήσει
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συνειδητοποιήσει • (syneiditopoiísei)
- third-person singular dependent active of συνειδητοποιώ (syneiditopoió)
- active nonfinite form of συνειδητοποιώ (syneiditopoió)
συνειδητοποιήσει • (syneiditopoiísei)