Jump to content

συμφεροντολόγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συμφεροντολόγος (symferontológosm

  1. self-interested

Declension

[edit]
singular plural
nominative συμφεροντολόγος (symferontológos) συμφεροντολόγοι (symferontológoi)
genitive συμφεροντολόγου (symferontológou) συμφεροντολόγων (symferontológon)
accusative συμφεροντολόγο (symferontológo) συμφεροντολόγους (symferontológous)
vocative συμφεροντολόγε (symferontológe) συμφεροντολόγοι (symferontológoi)
[edit]