συμπαθάω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- συμπαθώ (sympathó)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συμπαθάω • (sympatháo) / συμπαθάω (imperfect συμπάθαγα) / passive form: συμπαθιέμαι (sympathiémai) → see συμπαθώ (sympathó)
- (colloquial) to forgive
- Συμπάθα με, αλλά δεν μπορώ να σου δανείσω χρήματα.
- Sympátha me, allá den boró na sou daneíso chrímata.
- Forgive me, but I cannot lend you and money.
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: συμπαθώ (sympathó)
Synonyms
[edit]- συγχωρώ (synchoró) (standard)
Related terms
[edit]- συμπάθειο n (sympátheio) (colloquial)