συγχρονίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]συγχρονίζομαι • (synchronízomai) passive (past συγχρονίστηκα, active συγχρονίζω)
- passive of συγχρονίζω (synchronízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
συγχρονίζομαι • (synchronízomai) passive (past συγχρονίστηκα, active συγχρονίζω)