συγκρατώ
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]συγκρατώ • (sygkrató) (past συγκράτησα, passive συγκρατούμαι/συγκρατιέμαι, p‑past συγκρατήθηκα, ppp συγκρατημένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Further reading
[edit]- συγκρατώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language