στοιχηματίζω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]στοιχηματίζω • (stoichimatízo) (past στοιχημάτισα, passive —)
Conjugation
[edit]στοιχηματίζω (active forms only)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | στοιχηματίζω | στοιχηματίσω | ||
2 sg | στοιχηματίζεις | στοιχηματίσεις | ||
3 sg | στοιχηματίζει | στοιχηματίσει | ||
1 pl | στοιχηματίζουμε, [‑ομε] | στοιχηματίσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | στοιχηματίζετε | στοιχηματίσετε | ||
3 pl | στοιχηματίζουν(ε) | στοιχηματίσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | στοιχημάτιζα | στοιχημάτισα | ||
2 sg | στοιχημάτιζες | στοιχημάτισες | ||
3 sg | στοιχημάτιζε | στοιχημάτισε | ||
1 pl | στοιχηματίζαμε | στοιχηματίσαμε | ||
2 pl | στοιχηματίζατε | στοιχηματίσατε | ||
3 pl | στοιχημάτιζαν, στοιχηματίζαν(ε) | στοιχημάτισαν, στοιχηματίσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα στοιχηματίζω ➤ | θα στοιχηματίσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στοιχηματίζεις, … | θα στοιχηματίσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στοιχηματίσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στοιχηματίσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στοιχηματίσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | στοιχημάτιζε | στοιχημάτισε | ||
2 pl | στοιχηματίζετε | στοιχηματίστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | στοιχηματίζοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας στοιχηματίσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | στοιχηματίσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- ποντάρω (pontáro)
Related terms
[edit]- στοίχημα n (stoíchima, “bet, wager”)