στοιχειολογίαν
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]στοιχειολογίαν • (stoicheiologían) f
- (Katharevousa) accusative singular of στοιχειολογία (stoicheiología)
- For quotations using this term, see Citations:στοιχειολογίαν.
στοιχειολογίαν • (stoicheiologían) f