Jump to content

στοιχειοθέτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

στοιχειοθέτης (stoicheiothétism (plural στοιχειοθέτες, feminine στοιχειοθέτρια)

  1. (typography) compositor, typographer

Declension

[edit]
Declension of στοιχειοθέτης
singular plural
nominative στοιχειοθέτης (stoicheiothétis) στοιχειοθέτες (stoicheiothétes)
genitive στοιχειοθέτη (stoicheiothéti) στοιχειοθετών (stoicheiothetón)
accusative στοιχειοθέτη (stoicheiothéti) στοιχειοθέτες (stoicheiothétes)
vocative στοιχειοθέτη (stoicheiothéti) στοιχειοθέτες (stoicheiothétes)