στιγματισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]στιγματισμός • (stigmatismós) m (uncountable)
- stigmatisation (UK), stigmatization (US)
Declension
[edit] στιγματισμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | στιγματισμός • |
genitive | στιγματισμού • |
accusative | στιγματισμό • |
vocative | στιγματισμέ • |
Related terms
[edit]- see: στίγμα n (stígma, “stigma, disgrace”)