στεναχωρώ
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- στεναχωράω (stenachoráo) (colloquial)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]στεναχωρώ • (stenachoró) (past στεναχώρησα, passive στεναχωρούμαι/στεναχωριέμαι)
στεναχωρώ • (stenachoró) (past στεναχώρησα, passive στεναχωρούμαι/στεναχωριέμαι)