Jump to content

σταχτοτσικνιάς

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σταχτοτσικνιάς (stachtotsikniásm (plural σταχτοτσικνιάδες)

  1. grey heron (Ardea cinerea)

Declension

[edit]
Declension of σταχτοτσικνιάς
singular plural
nominative σταχτοτσικνιάς (stachtotsikniás) σταχτοτσικνιάδες (stachtotsikniádes)
genitive σταχτοτσικνιά (stachtotsikniá) σταχτοτσικνιάδων (stachtotsikniádon)
accusative σταχτοτσικνιά (stachtotsikniá) σταχτοτσικνιάδες (stachtotsikniádes)
vocative σταχτοτσικνιά (stachtotsikniá) σταχτοτσικνιάδες (stachtotsikniádes)

See also

[edit]

Further reading

[edit]