σταχανοβισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]σταχανοβισμός • (stachanovismós) m (uncountable)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | σταχανοβισμός (stachanovismós) |
genitive | σταχανοβισμού (stachanovismoú) |
accusative | σταχανοβισμό (stachanovismó) |
vocative | σταχανοβισμέ (stachanovismé) |
Related terms
[edit]- σταχανοβίτισσα f (stachanovítissa, “Stakhanovite”)
- σταχανοβίτης m (stachanovítis, “Stakhanovite”)
Further reading
[edit]- σταχανοβισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el