Jump to content

σταφυλίτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σταφυλίτης (stafylítism (plural σταφυλίτες)

  1. Alternative form of σταφυλή (stafylí)

Declension

[edit]
Declension of σταφυλίτης
singular plural
nominative σταφυλίτης (stafylítis) σταφυλίτες (stafylítes)
genitive σταφυλίτη (stafylíti) σταφυλιτών (stafylitón)
accusative σταφυλίτη (stafylíti) σταφυλίτες (stafylítes)
vocative σταφυλίτη (stafylíti) σταφυλίτες (stafylítes)