Jump to content

σταλαγμίτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σταλαγμίτης (stalagmítism

  1. (geology) stalagmite

Declension

[edit]
singular plural
nominative σταλαγμίτης (stalagmítis) σταλαγμίτες (stalagmítes)
genitive σταλαγμίτη (stalagmíti) σταλαγμιτών (stalagmitón)
accusative σταλαγμίτη (stalagmíti) σταλαγμίτες (stalagmítes)
vocative σταλαγμίτη (stalagmíti) σταλαγμίτες (stalagmítes)

Further reading

[edit]