σταθμάρχης
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]σταθμός (stathmós, “station”) + -άρχης (-árchis, “leader”).
Noun
[edit]σταθμάρχης • (stathmárchis) m (plural σταθμάρχες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταθμάρχης (stathmárchis) | σταθμάρχες (stathmárches) |
genitive | σταθμάρχη (stathmárchi) | σταθμαρχών (stathmarchón) |
accusative | σταθμάρχη (stathmárchi) | σταθμάρχες (stathmárches) |
vocative | σταθμάρχη (stathmárchi) | σταθμάρχες (stathmárches) |