Jump to content

σταθμάρχης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

σταθμός (stathmós, station) +‎ -άρχης (-árchis, leader).

Noun

[edit]

σταθμάρχης (stathmárchism (plural σταθμάρχες)

  1. stationmaster

Declension

[edit]
Declension of σταθμάρχης
singular plural
nominative σταθμάρχης (stathmárchis) σταθμάρχες (stathmárches)
genitive σταθμάρχη (stathmárchi) σταθμαρχών (stathmarchón)
accusative σταθμάρχη (stathmárchi) σταθμάρχες (stathmárches)
vocative σταθμάρχη (stathmárchi) σταθμάρχες (stathmárches)