σπιτοσπουργίτι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σπιτοσπουργίτι (spitospourgítim (plural σπιτοσπουργίτια)

  1. Alternative form of σπιτοσπουργίτης (spitospourgítis)

Declension

[edit]
singular plural
nominative σπιτοσπουργίτι (spitospourgíti) σπιτοσπουργίτια (spitospourgítia)
genitive σπιτοσπουργιτιού (spitospourgitioú) σπιτοσπουργιτιών (spitospourgitión)
accusative σπιτοσπουργίτι (spitospourgíti) σπιτοσπουργίτια (spitospourgítia)
vocative σπιτοσπουργίτι (spitospourgíti) σπιτοσπουργίτια (spitospourgítia)

Further reading

[edit]