From Wiktionary, the free dictionary
From σκυλο- ( skylo- ) + βρίζω ( vrízo ) .[ 1]
IPA (key ) : /sci.loˈvɾi.zo/
Hyphenation: σκυ‧λο‧βρί‧ζω
σκυλοβρίζω • (skylovrízo ) (past σκυλόβρισα , passive σκυλοβρίζομαι )
( transitive , familiar ) to give dog's abuse to, to shower abuse on
σκυλοβρίζω σκυλοβρίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
σκυλοβρίζω
σκυλοβρίσω
σκυλοβρίζομαι
σκυλοβριστώ
2 sg
σκυλοβρίζεις
σκυλοβρίσεις
σκυλοβρίζεσαι
σκυλοβριστείς
3 sg
σκυλοβρίζει
σκυλοβρίσει
σκυλοβρίζεται
σκυλοβριστεί
1 pl
σκυλοβρίζουμε , [‑ομε ]
σκυλοβρίσουμε , [‑ομε ]
σκυλοβριζόμαστε
σκυλοβριστούμε
2 pl
σκυλοβρίζετε
σκυλοβρίσετε
σκυλοβρίζεστε , σκυλοβριζόσαστε
σκυλοβριστείτε
3 pl
σκυλοβρίζουν (ε )
σκυλοβρίσουν (ε )
σκυλοβρίζονται
σκυλοβριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
σκυλόβριζα
σκυλόβρισα
σκυλοβριζόμουν (α )
σκυλοβρίστηκα
2 sg
σκυλόβριζες
σκυλόβρισες
σκυλοβριζόσουν (α )
σκυλοβρίστηκες
3 sg
σκυλόβριζε
σκυλόβρισε
σκυλοβριζόταν (ε )
σκυλοβρίστηκε
1 pl
σκυλοβρίζαμε
σκυλοβρίσαμε
σκυλοβριζόμασταν , (‑όμαστε )
σκυλοβριστήκαμε
2 pl
σκυλοβρίζατε
σκυλοβρίσατε
σκυλοβριζόσασταν , (‑όσαστε )
σκυλοβριστήκατε
3 pl
σκυλόβριζαν , σκυλοβρίζαν (ε )
σκυλόβρισαν , σκυλοβρίσαν (ε )
σκυλοβρίζονταν , (σκυλοβριζόντουσαν )
σκυλοβρίστηκαν , σκυλοβριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα σκυλοβρίζω ➤
θα σκυλοβρίσω ➤
θα σκυλοβρίζομαι ➤
θα σκυλοβριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα σκυλοβρίζεις , …
θα σκυλοβρίσεις , …
θα σκυλοβρίζεσαι , …
θα σκυλοβριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … σκυλοβρίσει έχω, έχεις, … σκυλοβρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … σκυλοβριστεί είμαι , είσαι , … σκυλοβρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … σκυλοβρίσει είχα, είχες, … σκυλοβρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … σκυλοβριστεί ήμουν , ήσουν , … σκυλοβρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … σκυλοβρίσει θα έχω, θα έχεις, … σκυλοβρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … σκυλοβριστεί θα είμαι, θα είσαι, … σκυλοβρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
σκυλόβριζε
σκυλόβρισε
—
σκυλοβρίσου
2 pl
σκυλοβρίζετε
σκυλοβρίστε
σκυλοβρίζεστε
σκυλοβριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
σκυλοβρίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας σκυλοβρίσει ➤
σκυλοβρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
σκυλοβρίσει
σκυλοβριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.