σκουπιδιάρης

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σκουπιδιάρης (skoupidiárism (plural σκουπιδιάρηδες, feminine σκουπιδιάρισσα)

  1. dustman (UK), bin man (UK), garbage collector (US), garbo (Australia)

Declension

[edit]
singular plural
nominative σκουπιδιάρης (skoupidiáris) σκουπιδιάρηδες (skoupidiárides)
genitive σκουπιδιάρη (skoupidiári) σκουπιδιάρηδων (skoupidiáridon)
accusative σκουπιδιάρη (skoupidiári) σκουπιδιάρηδες (skoupidiárides)
vocative σκουπιδιάρη (skoupidiári) σκουπιδιάρηδες (skoupidiárides)
[edit]